ψαρόκολλα, ή, ουσ. [<ψαρο- + κόλλα], η ψαρόκολλα·
- δεν κολλάει η ψαρόκολλα, α. (στη γλώσσα της αργκό) η πρότασή μου σε γυναίκα για ερωτικό δεσμό δεν έχει ανταπόκριση: «της έχω κάνει ένα σωρό προτάσεις, αλλά μέχρι τώρα δεν κολλάει η ψαρόκολλα». β. η προσπάθειά μου δεν έχει το ποθούμενο αποτέλεσμα: «είναι τόσος καιρός που προσπαθώ να τους τα συμβιβάσω, αλλά δεν κολλάει η ψαρόκολλα».